Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
το (AM κατάρτιον, Μ κατάρτιν)
ψηλός στύλος στον οποίο στηρίζονται τα πανιά του πλοίου, ο ιστός του πλοίου
μσν.
δοκάρι
αρχ.
μέρος του υφαντικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθ. κατ-άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» (< κατ(α)- + ἄρτιος)].