πνευματίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, = πνευματώδης (asthmatic, that has difficulty in breathing) 1.3, Hp.Acut.17.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτίας: -ου, ὁ, = πνευματώδης, Ι. 3, Ἱππ. περὶ Ὀξέων Διαίτ. 386. ΙΙ. = πνευματώδης ΙΙ, Εὐστ. Πονημάτ. 299. 12.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, ΜΑ
αυτός που παράγει αέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. πνευμονίας)].