πνευματίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, = πνευματώδης (asthmatic, that has difficulty in breathing) 1.3, Hp.Acut.17.

German (Pape)

[Seite 640] ὁ, keuchend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτίας: -ου, ὁ, = πνευματώδης, Ι. 3, Ἱππ. περὶ Ὀξέων Διαίτ. 386. ΙΙ. = πνευματώδης ΙΙ, Εὐστ. Πονημάτ. 299. 12.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, ΜΑ
αυτός που παράγει αέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. πνευμονίας)].