πνευματικότητα

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του πνευματικού, το να ανήκει κάτι στο πνεύμα ή το να είναι πνεύμα («η πνευματικότητα της ψυχής»)
2. το να είναι κανείς πνευματώδης, να είναι οξύνους και βαθύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματικός. Η λ., στον λόγιο τ. πνευματικότης, μαρτυρείται από το 1820 στον Βεν. Λέσβιο].