πνευμονώδης

English (LSJ)

ες, v. πλευμονώδης.

German (Pape)

[Seite 640] ες, lungenartig, schwammig, Arist. H. A. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμονώδης: -ες, διάφ. γραφ. ἀντὶ πλευμονώδης.

Greek Monolingual

και πλευμονώδης, -ες, Α πνεύμων/πλεύμων, -ονος]
αυτός που μοιάζει με τους πνεύμονες, που έχει εμφάνιση πνεύμονα.