πλευμονώδης
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
πλευμονῶδες, like the lungs, σπόγγος Arist.HA549a7 (v.l. πνευμονώδης).
German (Pape)
[Seite 631] ες, lungenartig, schwammig, Arist. H. A. 5, 16.
Russian (Dvoretsky)
πλευμονώδης: похожий на легкие, т. е. ноздреватый, пористый (σπόγγος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πλευμονώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τοὺς πνεύμονας, σπόγγος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 10.
Greek Monolingual
-ες, Α
βλ. πνευμονώδης.