πνεῦσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (πνεω) blowing, Gal.17(1).36(pl.); breathing, Glossaria on ἀοιδή, Sch.Opp.H.1.79.

German (Pape)

[Seite 640] ἡ, das Wehen, Blasen, der Athem, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πνεῦσις: ἡ, (πνέω) πνοή, φύσημα, Γρηγ. Ναζ., κλ.