πνικτικός

English (LSJ)

πνικτική, πνικτικόν, v.l. for πνικτός I. 2 in Hero Spir. 1.3.

German (Pape)

[Seite 641] erstickend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πνικτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πνιγμόν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 156.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΜΑ πνικτός
πνιγηρός.