πνυκίτης

English (LSJ)

f.l. for πυκνίτης.

German (Pape)

[Seite 642] ὁ, richtiger πυκνίτης, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πνῠκίτης: ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ πυκνίτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πυκνίτης.