f.l. for πυκνίτης.
[Seite 642] ὁ, richtiger πυκνίτης, w. m. s.
πνῠκίτης: ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ πυκνίτης.
ὁ, Αο πυκνίτης.