ποδονιπτήρ

English (LSJ)

ποδόνιπτρον, v. ποδανιπτήρ (vessel for washing the feet in, footpan).

German (Pape)

[Seite 643] ῆρος, ὁ, = ποδανιπτήρ, ποδάνιπτρον, Ath. IV, 168 f u. öfter, Plut. Phoc. 20.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. ποδανιπτήρ.

Russian (Dvoretsky)

ποδονιπτήρ: ῆρος ὁ Plut. = ποδανιπτήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδονιπτήρ: ποδόνιπτρον, ἀμφίβολος τύπος ἀντὶ ποδαν-.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, ΜΑ
βλ. ποδανιπτήρ.

Chinese

原文音譯:nipt»r 你普帖而
詞類次數:名詞(1)
原文字根:洗(器皿)
字義溯源:大水罐,洗臉盆,盆;源自(νίπτω)*=洗淨)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 盆(1) 約13:5