ποδανιπτήρ

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδᾰνιπτήρ Medium diacritics: ποδανιπτήρ Low diacritics: ποδανιπτήρ Capitals: ΠΟΔΑΝΙΠΤΗΡ
Transliteration A: podaniptḗr Transliteration B: podaniptēr Transliteration C: podaniptir Beta Code: podanipth/r

English (LSJ)

ποδανιπτῆρος, ὁ, (νίζω) vessel for washing the feet in, footpan, Stesich.30 (v. infr.), Hdt.2.172, Amips.2, Diocl.Com.1, IG12.313.137, 22.1425.393, 11(2).161B127 (Delos, iii B.C.), CIG3071.8(Teos, ii B.C.), Plu.2.151d, etc.: ποδονιπτήρ, ποδόνιπτρον is a later form, Ath.4.168f, Stesich.l.c.(codd.Ath.10.451d).

German (Pape)

[Seite 642] ῆρος, ὁ, Gefäß, Wanne, die Füße darin zu waschen, Fußbecken, Her. 2, 172, Arist. Pol. 1, 12. Später auch ποδονιπτήρ. S. Inscr. 3071.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
bassin pour les pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδανιπτήρ -ῆρος, ὁ [πούς, νίπτω] wasbak voor voeten.

Russian (Dvoretsky)

ποδᾰνιπτήρ: ῆρος ὁ таз для омовения ног, ножная ванночка Her.

Greek Monolingual

και ποδονιπτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.].

Greek Monotonic

ποδᾰνιπτήρ: -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο, δοχείο για το πλύσιμο των ποδιών, νιπτήρας για τα πόδια, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδᾰνιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγεῖον πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ τύπος ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· ποδονιπτήρ, ποδόνιπτρον εἶναι τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689.

Middle Liddell

ποδᾰ-ϝιπτήρ, ῆρος, ὁ, νίζω
a vessel for washing the feet in, a footpan, Hdt.