ποδορρώη

Greek (Liddell-Scott)

ποδορρώη: ἡ, (ῥώννυμι) ἡ τοὺς πόδας ἰσχυρά, ποδορρώην Ἀταλάντην Καλλ. εἰς Ἄρτ. 215, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὴν τοῖς ποσὶν ὀρούουσαν καὶ ὁρμῶσαν».

Greek Monolingual

ἡ, Α
(για την Άρτεμι) αυτή που είναι ρωμαλέα, ισχυρή στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ποδορρώρη].

German (Pape)

ἡ, die Fußstarke oder (ῥώομαι) Fußschnelle, Ἀταλάντη, Callim. Dian. 215, Schol. τοῖς ποσὶ ὀρούουσα καὶ ὁρμῶσα.