ποδοσφαιριστής
Greek Monolingual
ο, Ν αθλητής, παίκτης ποδοσφαίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδόσφαιρο + -ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. ποδοσφαιρισταί, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
ο, Ν αθλητής, παίκτης ποδοσφαίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδόσφαιρο + -ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. ποδοσφαιρισταί, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].