ποδοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, = ποδοκάκκη, Lyd.Mag.1.46(pl.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
η ποδοκάκκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + φύλαξ.