ποθόβλητος

English (LSJ)

ποθόβλητον,
A love-stricken, Nonn. D. 4.225, AP6.71 (Paul. Sil.), 9.620 (Id.).
II Act., causing desire, Nonn. D. 15.235, al.

German (Pape)

[Seite 645] von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint d'un désir passionné.
Étymologie: πόθος, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ποθόβλητος: уязвленный страстью, раненый любовью Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ποθόβλητος: -ον, ὑπὸ πόθου βληθείς, ἐρωτόληπτος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 9. 620, Νόνν. Δ. 4. 225.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)
2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνόβλητος].

Greek Monotonic

ποθόβλητος: -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποθό-βλητος, ον,
love-stricken, Anth.