ποιητικότητα

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του ποιητικού, η ποιητική αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιητικός. Η λ., στον λόγιο τ. ποιητικότης, μαρτυρείται από το 1877 στον Άγγ. Βλάχο].