ποικιλύφαντος

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλύφαντος: πέπλος, ὁ ποικίλως ἐξυφασμένος, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ζ, 41.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για πέπλο) ο υφασμένος με ποικιλόχρωμα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ὑφαντός (< ὑφαίνω)].