Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ποιμενίς
Greek Monolingual
-ίδος, η, Ν 1. νεαρό κορίτσι που βόσκει ποίμνια, βοσκοπούλα 2. η κόρη του ποιμένα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ποιμήν, -μένος+επίθημα -ίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].