ποιμενισμός

Greek Monolingual

ο, Ν
φρ. «ποιμενισμός ημιμόνιμος»
(κοινων.) όρος που αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής με έκδηλα χαρακτηριστικά την εποχική μετακίνηση τών κοπαδιών και τον συνδυασμό της γεωργίας και της κτηνοτροφίας για την εξασφάλιση τών αναγκαίων μέσων συντήρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + -ισμός].