πολεμαίνετος

English (LSJ)

ον, famed in war, Lyr.Oxy.426.4.

Greek Monolingual

-ον, Α
ένδοξος στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + αἰνετός (< αἰνῶ «επαινώ, δοξάζω»)].