πολεμοφόδια

Greek Monolingual

και πολεμεφόδια, τα, Ν
το σύνολο τών εφοδίων που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + εφόδια. Ο τ. πολεμοφόδια προήλθε από τον ορθό τ. πολεμεφόδια με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο-. Η λ. πολεμεφόδια μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].