πολιορκητέος

English (LSJ)

α, ον, to be besieged, X.Cyr.7.5.7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de πολιορκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιορκητέος -α -ον, adj. verb. van πολιορκέω, te belegeren.

Greek Monotonic

πολιορκητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., είμαι πολιορκημένος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πολιορκητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πολιορκεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 8.

Middle Liddell

πολιορκητέος, η, ον, verb. adj.]
to be besieged, Xen.