πολιτογράφηση
Greek Monolingual
η, Ν
η εγγραφή αλλοδαπού στα μητρώα τών πολιτών ενός κράτους και η παροχή ιθαγένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. πολιτογράφησις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
η, Ν
η εγγραφή αλλοδαπού στα μητρώα τών πολιτών ενός κράτους και η παροχή ιθαγένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. πολιτογράφησις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].