πολιτογραφώ

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source

Greek Monolingual

πολιτογραφῶ, -έω, ΝΜΑ πολιτογράφος
νεοελλ.
1. δίνω υπηκοότητα, εγγράφω αλλοδαπό στους πολίτες ενός κράτους
2. (το παθ.) πολιτογραφούμαι
(για λέξη ή όρο) γίνομαι δόκιμος, εντάσσομαι οργανικά στο ισχύον γλωσσικό σύστημα
αρχ.
1. κάνω κάποιον πολίτη, εγγράφω κάποιον στους καταλόγους τών πολιτών («πολλῶν εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε πεπολιτογραφημένων», Διόδ.)
2. ενεργώ ως πολιτογράφος, ως ληξίαρχος.