πολιτογραφώ

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

πολιτογραφῶ, -έω, ΝΜΑ πολιτογράφος
νεοελλ.
1. δίνω υπηκοότητα, εγγράφω αλλοδαπό στους πολίτες ενός κράτους
2. (το παθ.) πολιτογραφούμαι
(για λέξη ή όρο) γίνομαι δόκιμος, εντάσσομαι οργανικά στο ισχύον γλωσσικό σύστημα
αρχ.
1. κάνω κάποιον πολίτη, εγγράφω κάποιον στους καταλόγους τών πολιτών («πολλῶν εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε πεπολιτογραφημένων», Διόδ.)
2. ενεργώ ως πολιτογράφος, ως ληξίαρχος.