Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πολλαχού
Greek Monolingual
πολλαχοῦ ΝΜΑ επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία σε πολλούς τόπους («Ὅμηρος πολλαχοῦ λέγει», Πλάτ.) αρχ. πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ.< θ. πολλ(ο)- του πολύς+ ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. –οῦ (πρβλ.μυρι-αχ-ού)].