πολτώδης

English (LSJ)

ες, porridge-like, Erot. s.v. πολφοί.

German (Pape)

[Seite 659] ες, breiartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πόλτον, Ἐρωτιαν. σ. 314.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ πολτός
αυτός που μοιάζει με πολτό.