ες, porridge-like, Erot. s.v. πολφοί.
[Seite 659] ες, breiartig, Sp.
πολτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πόλτον, Ἐρωτιαν. σ. 314.
-ες, ΝΑ πολτόςαυτός που μοιάζει με πολτό.