πολυάστερος

English (LSJ)

πολυάστερον, = πολύαστρος, Man.4.26: gen. πολυάστερος (as if from -άστηρ) Orac. ap. Eus.PE3.15.

German (Pape)

[Seite 659] = πολύαστρος, Maneth. 4, 26 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάστερος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πολύαστρος, Μανέθων 4. 26· ― γεν. πολυάστερος (ὡσπερεὶ ἐξ ὀνομαστ. πολυάστηρ) Χρησμ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 125D.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάστερος, -ον, ΝΑ
πολύαστρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀστήρ, ἀστέρος (πρβλ. ευάστερος)].