πολυέδρωση

Greek Monolingual

η, Ν πολύεδρος
(κτην.) ασθένεια που προκαλούν στα έντομα ορισμένοι ιοί και που ονομάζεται έτσι λόγω της μορφής του πολυέδρου που περιέχει τον ιό.