πολυέτηρος

German (Pape)

[Seite 662] = πολυετής, zw.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέτηρος: Ἐπικ. πουλ-, ον, = τῷ ἑπομ., Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 58.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυέτηρος -ον, Α
ο πολυετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -έτηρος (< ἔτος), πρβλ. τριέτηρος].