πολυήσυχος

English (LSJ)

πολυήσυχον, very quiet, Sch.rec.A.Pr. 139.

German (Pape)

[Seite 663] sehr ruhig, Schol. Aesch. Prom. 139.

Greek (Liddell-Scott)

πολυήσῠχος: -ον, ὁ πολὺ ἥσυχος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 139.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ ήσυχος.