ὁ, ἡ, Α1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγαύλαξ)].