πολυδόνητος

Greek (Liddell-Scott)

πολυδόνητος: -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστροδόνητος].