Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πολυθεϊσμός
Greek Monolingual
ο, Ν (περιλπτ.) 1.πολυθεΐα 2. το σύνολο τών πολυθεϊστικών θρησκειών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheisme (<πολυθεΐα+ -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό].