πολυκλαδής
English (LSJ)
πολυκλαδές, with many branches, Thphr. HP 1.5.1.
German (Pape)
[Seite 664] ές, = πολύκλαδος, Theophr., zw.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολύκλαδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλαδής (< κλάδος), πρβλ. νεοκλαδής].
πολυκλαδές, with many branches, Thphr. HP 1.5.1.
[Seite 664] ές, = πολύκλαδος, Theophr., zw.
-ές, Α
πολύκλαδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλαδής (< κλάδος), πρβλ. νεοκλαδής].