πολυκλινική

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. νοσηλευτικό ίδρυμα για πολλές παθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyclinic (< πολυ- + κλινική). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Νεόφ. Βάμβα].