[Seite 664] viel bewegt, Synes.
πολυκλόνητος: -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ πάντοτε κινούμενος, Συνέσ. 98Α.
-ον, Α1. αυτός που κλονίζεται πολύ2. αυτός που κινείται πολύ ή πάντοτε.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλόνητος (< κλονίζω), πρβλ. ακλόνητος].