πολυμνήστευτος
English (LSJ)
πολυμνήστευτον, much-wooed, Plu.2.766d, CG4.
German (Pape)
[Seite 666] viel umfrei't; Plut. amator. 20; vgl. Hermesian. in Ruhnk. epist. crit. 287.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. f.
c. πολυμνήστη.
Étymologie: πολύς, μνηστεύω.
Russian (Dvoretsky)
πολυμνήστευτος: являющийся предметом многих домогательств, которого добиваются многие (περιμάχητος καὶ π. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυμνήστευτος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ πολλοὺς ἔχουσα μνηστῆρας, ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Πλούτ. 2. 766D, C.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για γυναίκα) αυτή που θέλουν να τήν παντρευθούν πολλοί μνηστήρες, περιζήτητη («περιμάχητον ούσαν καὶ πολυμνήστευτον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μνηστευτός (< μνηστεύω), πρβλ. αμνήστευτος].
Greek Monotonic
πολυμνήστευτος: -ον (μνηστεύω), αυτή που έχει πολλούς μνηστήρες, σε Πλούτ.