πολυπάρθενος

English (LSJ)

πολυπάρθενον, having many maidens, Orph.H.52.12.

German (Pape)

[Seite 668] viele Jungfrauen habend, Orph. H. 51, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπάρθενος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς παρθένους, Ὀρφ. Ὕμν. 51. 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για χώρα) αυτή που έχει πολλά κορίτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + παρθένος (πρβλ. καλλιπάρθενος)].