Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πολυσακχαρίτης
Greek Monolingual
ο, Ν (βιοχ.)μορφή με την οποία απαντούν στη φύση οι περισσότεροι υδατάνθρακες οι οποίοι μπορεί να έχουν δομήείτε διακλαδισμένη είτε γραμμική είτε και συνδυασμό τών δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polysaccharide (<πολυ- +σακχαρίτης)].