πολυσχεράς

English (LSJ)

πολυσχεράδος, ἡ, shingly, Euph.25.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(για ακτή) αυτή που έχει πολλά χαλίκια («τύμβος ὑπὸ κνημοῖσι πολυσχέραδος Μυκόνοιο», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ- + σχερός «ακτή» + επίθημα -άς, -άδος].