πολυχρηματίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, man of great wealth, v.l. in D.L.6.28.

German (Pape)

[Seite 677] ὁ, der Besitzer großes Vermögens, D. L. 6, 28.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρημᾰτίᾱς: ου ὁ весьма состоятельный человек, богач Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρημᾰτίας: -ου, ὁ, ἄνθρωπος ἔχων πολλὰ χρήματα, πολὺν πλοῦτον, Διογ. Λ. 6. 28.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει πολλά χρήματα, πολύ πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυχρήματος + κατάλ. -ίας (πρβλ. οξύθυμος: οξυθυμ-ίας)].