πολυχρηστία
English (LSJ)
ἡ, great usefulness, Thphr. HP 9.20.5.
German (Pape)
[Seite 677] ἡ, große Nutzbarkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρηστία: ἡ, μεγάλη χρησιμότης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 4.
ἡ, great usefulness, Thphr. HP 9.20.5.
[Seite 677] ἡ, große Nutzbarkeit, Theophr.
πολυχρηστία: ἡ, μεγάλη χρησιμότης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 4.