πολύκρεως

English (LSJ)

ων, with many meats, εὐωχία Ph. ap. Eus. PE 8.14.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρεως: -ων, ὁ ἐκ πολλῶν κρεῶν συνιστάμενος, εὐωχία Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 392Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.

Greek Monolingual

-ων, Α
βλ. πολύκρεος.