πολύκρεος

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

-ον / πολύκρεως, -ων, ΜΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν.
β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρεος / -κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύκρεος, ηδύκρεως].