πολύμαλος

English (LSJ)

πολύμαλον, v. πολύμηλος.

German (Pape)

[ᾱ], dor. = πολύμηλος.

Russian (Dvoretsky)

πολύμᾱλος: дор. = πολύμηλος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμᾱλος: -ον, ἴδε ἐν λ. πολύμηλος.

English (Slater)

πολύμᾱλος rich in fruit v. πολύμηλος.]

Greek Monolingual

-ον, Α
πλούσιος σε μήλα, σε καρπούς δέντρων («ἐν πολυμάλω Σικελίᾳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μαλος (< μᾶλον, δωρ. τ. του μῆλον «μήλο, καρπός, φρούτο»)].