πολύμηνος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που διαρκεί πολλούς μήνες
2. αυτός που έχει ηλικία πολλών μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μηνος (< μήνας), πρβλ. ολιγό-μηνος, τρί-μηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αγαθάγγελο, πρώην Καισαρείας].