πολύφοινος: -ον, ὁ μετὰ πολλοῦ φόνου, π. ἑορτὰ Ἀλκμὰν 18.
-ον, Ααυτός κατά τον οποίο γίνονται ή έγιναν πολλοί φόνοι («πολύφοινος ἑορτά», Αλκμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φοινός «ερυθρός σαν το αίμα, φονικός»].