πορκεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, one who fishes with the net called πόρκος, Lyc.237, 596,1217, Pancrat. ap. Ath.7.321f.

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, der Netzfischer; Lycophr. 237; Pancrat. bei Ath. VII, 321 e, πορκῆες ἁλίζωοι.

Greek (Liddell-Scott)

πορκεύς: έως, ὁ τῷ δικτύῳ τῷ καλουμένῳ πόρκῳ ἁλιεύων, Λυκόφρ. 237, 596, 1217, Παγκράτης παρ’ Ἀθην. 321Ε.

Greek Monolingual

-έως, ὁ Α πόρκος
αυτός που αλιεύει με πόρκο.