πόρκος
οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery
English (LSJ)
ὁ, a king of
A fish-trap, weel, Pl.Sph.220c, Antiph.120, Diph. 78, Plu.2.730c.
II transliteration of Lat. porcus, Id.Publ.11.
German (Pape)
[Seite 684] ὁ, eine Art Fischerne; καὶ βρόχοι, Plat. Soph. 220 c; Plut. Symp. 8, 8, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 nasse de pêcheur;
2 = lat. porcus.
Étymologie: DELG terme techn. isolé.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρκος -ου, ὁ visnet.
πόρκος -ου, ὁ [Lat. porcus] varken.
Russian (Dvoretsky)
πόρκος: ὁ1) рыболовная сеть Plat., Plut.;
2) (лат. porcus, греч. χοῖρος) свинья Plut.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
είδος αλιευτικού διχτιού («κύρτους δὴ καὶ δίκτυα καὶ βρόχους καὶ πόρκους», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος διακρίνεται από τις λ. δίκτυον και κύρτος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το αρμενικό ors «κυνήγι, λεία»].
(II)
ὁ, Α
χοίρος («κάπρους μὲν τὰς αἶγας, πόρκους δὲ τοὺς χοίρους ὀνομάζοντες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. porcus «χοίρος»].
Greek (Liddell-Scott)
πόρκος: ὁ, εἶδος ἁλιευτικοῦ δικτύου, Stallb. εἰς Πλάτ. Σοφιστ. 220C, Ἀντιφάνης ἐν «Κιθαρῳδῷ» 3, Δίφιλος ἐν «Σχεδίῳ» 1, Πλούτ. 2. 730C. ΙΙ. ὡσαύτως = τῷ Λατ. porcus, κάπρας μὲν τὰς αἶγας, πόρκους δὲ τοὺς χοίρους ὀνομάζοντες Πλουτ. Ποπλ. 11, πρβλ. Varro L. L. σ. 38 Müller. (Πρὸς τὴν σημ. ΙΙ. πρβλ. τὸ Σανσκρ. pr.ish-at, Λατ. porc-us, Ὀμβρ. purk-a· Λιθ. pars-zas, Σλαυ. pras-e· Ἀγγλο-Σαξ. fœr-h (far-row)· Ἀρχ. Γερμ. far-ah (ferkel).)
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: kind of fishing-net (Pl., Com.)
Derivatives: πορκεύς m. net-fisher (Lyc.; Bosshardt 68).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With Arm. ors hunting, hunting-booty formally identical (IE *porḱos; Patrubány KZ 37, 428); further connection unknown. Vgl. πόρκης m. Lit. -- Acc. to Clackson 1994, 164 the meaning of the Armenian word is uncertain.
Frisk Etymology German
πόρκος: {pórkos}
Grammar: m.
Meaning: Art Fischernetz (Pl., Kom. u. a.)
Derivative: mit πορκεύς m. Netzfischer (Lyk.; Bosshardt 68).
Etymology: Mit arm. ors Jagd, Jagdbeute formal uridentisch (idg. *porḱos; Patrubány KZ 37, 428); weitere Anknüpfung fehlt. Vgl. πόρκης m. Lit.
Page 2,581