ποροποιώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. ανοίγω τους πόρους ενός σώματος
2. φρ. «σώμα πεποροποιημένον» — σώμα που έχει πόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + -ποιῶ].