πορφυρόκαυλος

English (LSJ)

πορφυρόκαυλον, with purple stalk, Thphr. HP 7.4.6.

German (Pape)

[Seite 686] mit purpurnem Stengel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόκαυλος: -ον, ὁ ἔχων πορφυροῦν καυλόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 6.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει καυλό, βλαστό με πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + καυλός «βλαστός»].